- ἐπέκρινα
- ἐπέκρῑνα , ἐπικρίνωdecideaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικρίνω — επέκρινα, επικρίθηκα, επικριμένος, μτβ., κρίνοντας κάτι το κατηγορώ, κατακρίνω, αποδοκιμάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
επικρίνω — επικρίνω, επέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής